- προτιμητέος
- -α, -οαυτός που πρέπει ή αξίζει να προτιμηθεί: Η λύση αυτή είναι προτιμητέα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προτιμητέος — α, ο / προτιμητέος, α, ον, ΝΑ αυτός που πρέπει ή αξίζει να προτιμηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προτιμῶ + κατάλ. τέος τών ρηματ. επιθέτων (πρβλ. διαιρε τέος)] … Dictionary of Greek
προτιμητέος — προτιμητέον one must prefer before masc nom sg προτιμητέος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμητέον — one must prefer before masc acc sg προτιμητέον one must prefer before neut nom/voc/acc sg προτιμητέος masc/fem acc sg προτιμητέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρετός — ή, ό (Α αἱρετός, ή, ὸν) Α. [< αἱροῡμαι] 1. αυτός που εκλέγεται ή έχει εκλεγεί κατόπιν ψηφοφορίας (σε αντίθεση προς τον κληρωτό ή τον διορισμένο) 2. αυτός που αξίζει ή δικαιούται να εκλεγεί, ο εκλέξιμος αρχ. 1. αυτός που προτιμά κανείς,… … Dictionary of Greek
προτιμητέα — προτιμητέον one must prefer before neut nom/voc/acc pl προτιμητέᾱ , προτιμητέον one must prefer before fem nom/voc/acc dual προτιμητέᾱ , προτιμητέον one must prefer before fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προτιμητέος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμητέοι — προτιμητέον one must prefer before masc nom/voc pl προτιμητέος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμητέων — προτιμητέον one must prefer before masc/neut gen pl προτιμητέος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)